Που πας εσύ, άνθρωπε; Τι πας να κάμεις;

Πας την οικογένεια σου να στηρίξεις;

Πας το ψωμί σου να βγάλεις;

Ή μήπως πας, το σώμα σου να εγκαταλείψεις;

Τον νου σου να κουράσεις, τον εαυτό σου να ξεχάσεις;

 

Ένα κομμάτι σε παζλ χιλιάδων,

Όλα τόσο διαφορετικά, και όμως τόσο ίδια.

Δεν είσαι εσύ αυτός που γραφεί, όχι,

Αυτός που γραφεί είναι ένα άτομο θλιμμένο, χαμένο.

Χαμένο σε ένα φαύλο μοτίβο,

Σα μαριονέτα κρεμασμένη

Στις ασυναίσθητες χορδές του κουκλοπαίχτη.

 

Κουκλοπαίχτη που ξέρει ότι η κούκλα

Δεν κουράζεται, δεν πονά, δεν συναισθάνεται.

Αφηρημένη στην δουλειά της είναι,

Υπνωτισμένη από χαρτί πράσινο.

Εσύ όμως πίσω από δυο παράθυρα

Παρακολουθείς υπομονετικά.

Περιμένεις τον έλεγχο να ξαναπάρεις,

την μέρα σου να συνεχίσεις.

 

Είσαι υπηρέτης.

Είσαι υπηρέτης σε μια μηχανή

Δίχως ανάγκες, υπέρτατα τελειότερη από εσένα,

Σχεδόν δεν σε χρειάζεται.

Είσαι υπηρέτης

Σε αυτούς που με άνεση ζουν,

Ξέροντας τις ανάγκες σου, σε εκμεταλλεύονται,

Δεν μπορείς να αρνηθείς.

Είσαι υπηρέτης

Σε μια δουλειά, ατάλαντη, άψυχη, περιοδική,

Η τέλεια δουλειά για σένα, σαν μηχανή ο ίδιος.

 

ΕΙΣΑΙ ΥΠΗΡΕΤΗΣ

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΣΟΥ ΤΗΝ ΕΦΕΥΡΕΣΗ, Α

ΝΘΡΩΠΕ, ΕΣΥ ΠΟΥ ΚΑΤΕΚΤΗΣΕΣ

ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗ ΓΗ,

ΧΑΝΕΣΑΙ.

ΠΟΥ ΠΑΣ?